- βατώρα ή βατώριο
- Μονάδα ενέργειας στο πρακτικό σύστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία έχουν καταναλώσει διάφορες ηλεκτρικές συσκευές στη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος. Ο φυσικός ορισμός της μονάδας είναι: η ενέργεια που παράγεται από μηχανή ισχύος 1W (1 βατ) και η οποία λειτουργεί για μία ώρα. Ισούται με το ένα χιλιοστό του κιλοβατώριου, που είναι και η πιο συνηθισμένη μονάδα. Το β. ισούται με 3.600 τζάουλ και το κιλοβατώριο με 3.600.000 τζάουλ.
Dictionary of Greek. 2013.